- ενεργητικώς
- -ά (Α ἐνεργητικῶς)επίρρ.1. με τρόπο ενεργητικό, δραστήρια, με ενεργητικότητα2. γραμμ. στην ενεργητική φωνή, κατά την ενεργητική διάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεργητικῶς — ἐνεργητικός able to act upon adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek